- προσῆκε
- προσήκωto have comeimperf ind act 3rd sgπροσίημιlet come toaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσῆκ' — προσῆκε , προσήκω to have come imperf ind act 3rd sg προσῆκα , προσίημι let come to aor ind act 1st sg προσῆκε , προσίημι let come to aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek